- ταμος
- τᾶμοςдор. = τῆμος См. τημος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τάμος — ο, Ν βοτ. γένος πολυετών θαμνωδών φυτών τής οικογένειας διοσκορεΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tamus < νεολατ. tamus, πιθ. < λατ. tamnus «αγριάμπελος»] … Dictionary of Greek
άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… … Dictionary of Greek
там — диал. тамка, тамока, арханг., костром., перм. (Даль), тамотко, новгор., вологодск., тамотка, псковск., тверск., тамой, костром., нижегор. (Даль), укр. там, тама, др. русск., ст. слав. тамо ἐκεῖ (Остром., Супр.), болг. там, тамо там, туда ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
гиппопота́м — а, м. То же, что бегемот. [греч. ‛ιπποποταμος] … Малый академический словарь
τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από … Dictionary of Greek
τημόσδε — και ταμόσδε Α επίρρ. τότε ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος / τᾶμος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε *] … Dictionary of Greek
διοσκορίδες — (dioscoreacae). Οικογένεια φυτών της τάξης των λειριανθών, που περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα από τα οποία συναντώνται στις τροπικές χώρες και πολύ λιγότερο στην παραμεσόγειο περιοχή. Είναι αναρριχητικά φυτά, ορισμένα από τα οποία … Dictionary of Greek
to-1, tā-, ti̯o- — to 1, tā , ti̯o English meaning: that, he (demonstr. base) Deutsche Übersetzung: Pronominalstamm “der, die” Grammatical information: nom. acc. sg. n. tod, acc. sg. m. tom, f. tüm, gen. sg. m. tosi̯o, f. tesiüs Note: (nom. sg … Proto-Indo-European etymological dictionary